Ετυμολογία

επεξεργασία
ワイン < (άμεσο δάνειο) αγγλική wine < γερμανική Wein < λατινική vinum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ワイン (ja) (wain)

  • κρασί
    ワインを飲みませんか。 (wain wo nomimasen ka?) Δεν θα πιεις κρασί;