ῥαφεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ῥαφεύς < ῥάπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ῥαφεύς-έως
- που σχεδιάζει, ενώνει, συγκολλά
- ο ράφτης
- (μεταφορικά) ο μηχανορράφος, εκείνος που έχει σχεδιάσει κάτι κακό, δολοφονία
- κἀγὼ δίκαιος τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς (Αισχύλος, "Αγαμέμνων")