Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑψικέλευθος < ὕψος + κέλευθος (δρόμος, οδός, ταξίδι)

  Επίθετο επεξεργασία

ὑψικέλευθος, -ος, -ον

  • που περπατάει προς τα ύψη και που βαδίζει σε ψηλά σημεία, δρόμους κ.λ.π.