Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποδεξίωσις < ὑπο- + δεξίωσις. Δείτε και τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ὑποδεξίη, ὑπόδεξις (υποδοχή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.ðeˈksi.o.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δε‐ξί‐ω‐σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑποδεξίωσις θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία