Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπεπιμελητής < ὑπ- + ἐπιμελητής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pe.pi.me.liˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ὑ‐πε‐πι‐με‐λη‐τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπεπιμελητής αρσενικό

  • (καθαρεύουσα, σπάνιο) βαθμός υπηρεσίας, κατώτερος του επιμελητή: ο βοηθός του επιμελητή
    ※  Ανωνύμου, Ἡ στρατιωτικὴ ζωὴ ἐν Ἑλλάδι, 1870 (απόσπασμα @greek-language.gr)
    […] ἐπαρουσιάσθην εἰς τὸν ὑπεπιμελητὴν ἐν τῇ οἰκίᾳ του […] Ὄχι μόνον ἐγώ, ἀλλὰ καὶ οἱ άλλοι ὅλοι τοῦ ὑπουργείου, εἴχομεν τὴν συνήθειαν, ὁμιλοῦντες πρὸς αυτόν, νὰ τὸν προβιβάζωμεν κατὰ ἕναν βαθμόν. […] διότι “ὑπεπιμελητὴς” δυσκόλως προφέρεται, ἐνῶ “ἐπιμελητὴς” καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λέγοντος εὐκόλως προφέρεται καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ ἀκούοντος εὐχαρίστως εἰσφέρεται