ὑμνολογέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὑμνολογέω < αρχαία ελληνική ὕμν(ος) + -ο- + -λογέω (λέγω)
Ρήμα επεξεργασία
ὑμνολογέω / ὑμνολογῶ (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ὕμνος και λέγω
Πηγές επεξεργασία
- ὑμνολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.