Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑμνολογέω < αρχαία ελληνική ὕμν(ος) + -ο- + -λογέω (λέγω)

ὑμνολογέω / ὑμνολογῶ (ελληνιστική κοινή)

  1. (θρησκεία) υμνολογώ
  2. εγκωμιάζω
  3. διακηρύσσω επίσημα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὕμνος και λέγω