ὀπιπτεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀπιπτεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαὀπιπτεύω
- κοιτάζω τριγύρω, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία
- στήνω ενέδρα, παραμονεύω
- (για γυναίκα) γλυκοκοιτάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ὀπιπεύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 371
- τί πτώσσεις, τί δ᾽ ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας;
- τι κρύβεσαι; Τες γέφυρες τι βλέπεις του πολέμου;,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τί πτώσσεις, τί δ᾽ ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 371
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀπιπτεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀπιπτεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.