Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπιπτεύω < λείπει η ετυμολογία

ὀπιπτεύω

  1. κοιτάζω τριγύρω, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία
  2. στήνω ενέδρα, παραμονεύω
  3. (για γυναίκα) γλυκοκοιτάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία