ὀδοῦσι καί ὄνυξι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαὀδοῦσι καὶ ὄνυξι (ελληνιστική κοινή)
- (μεταφορικά) με νύχια και με δόντια, με κάθε μέσο, με όλες τις δυνάμεις
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 21.4 Κράτητος καὶ Διογένους @wikisource
- τὸ δὲ χρυσίον ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ ἐφύλαττον.
- Το χρυσάφι όμως το φύλαγαν με δόντια και με νύχια. Με κάθε τέχνασμα.
- Μετάφραση (1977): Ερμιόνη Η. Ηλιάδου, @greek‑language.gr
- τὸ δὲ χρυσίον ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ ἐφύλαττον.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 21.4 Κράτητος καὶ Διογένους @wikisource
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄνυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.