Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἵστωρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἵστωρ
< από το θέμα
Ϝιδ
του ρήματος
εἴδω
και
οἶδα
Επίθετο
επεξεργασία
ἵστωρ
αρσενικό ή θηλυκό
ειδήμονας
,
εμπειρογνώμονας
, ειδικά στα νομικά, δίκαιος
κριτής
,
έμπειρος
,
γνώστης
,
σοφός
,
συνετός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ἴστωρ
βοιωτικός τύπος
:
ϝίστωρ