Ετυμολογία

επεξεργασία
ἵστωρ < από το θέμα Ϝιδ του ρήματος εἴδω και οἶδα

  Επίθετο

επεξεργασία

ἵστωρ αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία