Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσόνειρος < ἴσος + ὄναρ

  Επίθετο επεξεργασία

ἰσόνειρος ὁ, ἡ ἰσόνειρος, τό ἰσόνειρον

  1. που είναι ίδιος με όνειρο, φανταστικός
  2. μάταιος, κενός