Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡλιόκαυτον < ελληνιστική κοινή ἡλιόκαυστος. Αναλύεται σε ἡλιό- + -καυτον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡλιόκαυτον ουδέτερο

  • ψάρι, χταπόδι ή αστακός αποξηραμένος στον ήλιο
    ※  17ος αιώνας Ευγένιος Ιωαννούλης ο Αιτωλός, Επιστολές
    Σας πέμπομεν κατά τό παρόν εἰς μικράν παραμυθίαν τῆς γουβικῆς ταλαιπωρίας τέσσαρα ἡλιόκαυτα.
    Στεφανής Ι.-Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδη N., Eυγένιου Γιαννούλη του Aιτωλού, Eπιστολές, (κριτ. έκδ.), ΕΕΦΣΠ περιόδου Β′, τεύχ. Τμήματος Φιλολογίας, παράρτ. 1, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1992

Δείτε επίσης

επεξεργασία