ἑλκόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἑλκόω < ἓλκος
Ρήμα επεξεργασία
ἑλκόω-ἑλκῶ
- τραυματίζω, πληγώνω
- προκαλώ την εμφάνιση πύου
- (για δέντρα) ανοίγω σχισμή
Συγγενικά επεξεργασία
στη νεοελληνική |
στην αρχαία γλώσσα
|
ἑλκόω-ἑλκῶ
στη νεοελληνική |
στην αρχαία γλώσσα
|