ἐπινίκιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐπινίκιος | τὸ ἐπινίκιον | οἱ, αἱ ἐπινίκιοι | τὰ ἐπινίκια |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐπινικίου | τοῦ ἐπινικίου | τῶν ἐπινικίων | τῶν ἐπινικίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐπινικίῳ | τῷ ἐπινικίῳ | τοῖς, ταῖς ἐπινικίοις | τοῖς ἐπινικίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐπινίκιον | τὸ ἐπινίκιον | τοὺς, τὰς ἐπινικίους | τὰ ἐπινίκια |
Κλητική | ἐπινίκιε | ἐπινίκιον | ἐπινίκιοι | ἐπινίκια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐπινικίω | |||
Γενική-Δοτική | ἐπινικίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπινίκιος
- που έχει σχέση με νίκη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- κατάλληλος για νίκη
- (ουσιαστικοποιημένο) ἐπινίκιον: ειδικό άσμα εορτασμού μιας νίκης
- (ουσιαστικοποιημένο) ἐπινίκια:
Πηγές
επεξεργασία- ἐπινίκιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπινίκιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.