Απαρέμφατο

επεξεργασία

ἐπιμεληθῆναι

  • απαρέμφατο μεσοπαθητικού αορίστου - μεσοπαθητικό αποθετικό ρήμα ἐπιμελέομαι
    1. (με τη σημασία) φροντίζω
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 109.4
      ἀλλ᾽ εὖ γὰρ ἔχει ἐς τὸ παρεὸν ἡμῖν νῦν μὲν ἐν τῇ Ἑλλάδι καταμείναντας ἡμέων τε αὐτῶν ἐπιμεληθῆναι καὶ τῶν οἰκετέων·
      Αλλά —γιατί για την ώρα αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε— να μείνουμε τώρα στην Ελλάδα και να φροντίσουμε για μας τους ίδιους και για τους ανθρώπους των σπιτιών μας·
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    2. (με τη σημασία) έχω την επιμέλεια σε κάτι, επιστατώ, διοικώ σε έναν τομέα
      ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 2.3
      εἶπον δὲ τούτοις καὶ Κερκυραίων ἅμα παραπλέοντας τῶν ἐν τῇ πόλει ἐπιμεληθῆναι, οἳ ἐλῃστεύοντο ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ὄρει φυγάδων·
      Έδωσαν διαταγή στους δύο στρατηγούς, όταν θα παραπλέουν την Κέρκυρα, να βοηθήσουν τους Κερκυραίους που ήσαν μέσα στην πολιτεία, γιατί τους δημιουργούσαν δυσκολίες οι φυγάδες που κρατούσαν τα βουνά.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr