ἐξαίνυμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐξαίνυμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐξαίνυμαι επικός τύπος
- βγάζω, παίρνω κάτι από ένα μέρος και το πηγαίνω σε άλλο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 206
- νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα,
- ακούμπησε μετά στης πρύμνης την κουβέρτα τα ωραία δώρα,
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 206
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἐξαίνυτο θυμόν: αφαιρούσε τη ζωή, εφόνευε
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 459 (στίχοι 458-459)
- τὸν μὲν ἔπειτα | οὐτάζων ξίφεϊ μεγάλῳ ἐξαίνυτο θυμόν·
- κι έπειτα με το μέγα | ξίφος τού επήρε την ζωήν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸν μὲν ἔπειτα | οὐτάζων ξίφεϊ μεγάλῳ ἐξαίνυτο θυμόν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 155 (στίχοι 155-156)
- φίλον δ᾽ ἐξαίνυτο θυμὸν | ἀμφοτέρω,
- Τους πήρε την γλυκιά ζωήν
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- φίλον δ᾽ ἐξαίνυτο θυμὸν | ἀμφοτέρω,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 459 (στίχοι 458-459)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐξαίνυμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξαίνυμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.