Δείτε επίσης: εκ των ενόντων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκ τῶν ἐνόντων < → δείτε τις λέξεις ἐκ, τῶν και ἐνόντων γενική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου της μετχοχής ενεστώτα ἐνών του ρήματος ἔνειμι (είμαι παρών, βρίσκομαι εντός)

  Έκφραση επεξεργασία

ἐκ τῶν ἐνόντων