Δείτε επίσης: εκ των ενόντων

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκ τῶν ἐνόντων < → δείτε τις λέξεις ἐκ, τῶν και ἐνόντων γενική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου της μετχοχής ενεστώτα ἐνών του ρήματος ἔνειμι (είμαι παρών, βρίσκομαι εντός)

  Έκφραση

επεξεργασία

ἐκ τῶν ἐνόντων