ἐκ τῶν ἐνόντων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκ τῶν ἐνόντων < → δείτε τις λέξεις ἐκ, τῶν και ἐνόντων γενική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου της μετχοχής ενεστώτα ἐνών του ρήματος ἔνειμι (είμαι παρών, βρίσκομαι εντός)
Έκφραση
επεξεργασίαἐκ τῶν ἐνόντων
- εκ των ενόντων, από αυτά που έχουμε
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ στεφάνου, 256.9
- ἀλλ᾽ ὑπὸ τῆς τουτουὶ τοῦ χαλεποῦ βλασφημίας καὶ συκοφαντίας εἰς τοιούτους λόγους ἐμπίπτειν ἀναγκάζομαι, οἷς ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι.
- → λείπει η μετάφραση
- ἀλλ᾽ ὑπὸ τῆς τουτουὶ τοῦ χαλεποῦ βλασφημίας καὶ συκοφαντίας εἰς τοιούτους λόγους ἐμπίπτειν ἀναγκάζομαι, οἷς ἐκ τῶν ἐνόντων ὡς ἂν δύνωμαι μετριώτατα χρήσομαι.
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ στεφάνου, 256.9