Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐδωδιμοπωλεῖον < αρχαία ελληνική ἐδώδιμ(ον), ουδέτερο του ἐδώδιμος + -ο- + -πωλεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐδωδιμοπωλεῖον ουδέτερο