Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐδωδιμοπωλεῖον
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐδωδιμοπωλεῖον
<
αρχαία ελληνική
ἐδώδιμ(ον)
,
ουδέτερο του
ἐδώδιμος
+
-ο-
+
-πωλεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐδωδιμοπωλεῖον
ουδέτερο
(
καθαρεύουσα
) το
εδωδιμοπωλείο
,
μπακάλικο