ἐγκαλλωπίζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐγκαλλωπίζω, τύπος ενεργητικής φωνής < ελληνιστική κοινή ἐγκαλλωπίζομαι < αρχαία ελληνική (ἐν) ἐγ- + κάλλος + ὤψ
Ρήμα
επεξεργασίαἐγκαλλωπίζω
- ομορφαίνω, καλλωπίζω
- ※ τὰ μάτια … ἐγκαλλώπιζεν ἐρωτικά ἡ κόρη ἡ Ροδάμνη
- ⌘Λίβιστρος και Ροδάμνη, (χφ Escorial 2421 Ψ-IV-22), J.A. Lambert, Le roman de Libistros …, Άμστερνταμ 1935
- ※ τὰ μάτια … ἐγκαλλώπιζεν ἐρωτικά ἡ κόρη ἡ Ροδάμνη
Συγγενικά
επεξεργασίανέα ελληνικά
- εγκαλλώπισμα
- → δείτε τις λέξεις καλλωπίζω, κάλλος, καλός και όψη
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐγκαλλωπίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.279, Τόμος 5οςΚριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.