Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐγκαλλωπίζω, τύπος ενεργητικής φωνής < ελληνιστική κοινή ἐγκαλλωπίζομαι < αρχαία ελληνική (ἐν) ἐγ- + κάλλος + ὤψ

ἐγκαλλωπίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

νέα ελληνικά

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία