ἅπαξ λεγόμενα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου επεξεργασία
ἅπαξ λεγόμενα ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ἅπαξ λεγόμενον
Δείτε επίσης : άπαξ λεγόμενα |
ἅπαξ λεγόμενα ουδέτερο