ἄδηκτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄδηκτος | τὸ ἄδηκτον | οἱ, αἱ ἄδηκτοι | τὰ ἄδηκτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀδήκτου | τοῦ ἀδήκτου | τῶν ἀδήκτων | τῶν ἀδήκτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀδήκτῳ | τῷ ἀδήκτῳ | τοῖς, ταῖς ἀδήκτοις | τοῖς ἀδήκτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄδηκτον | τὸ ἄδηκτον | τοὺς, τὰς ἀδήκτους | τὰ ἄδηκτα |
Κλητική | ἄδηκτε | ἄδηκτον | ἄδηκτοι | ἄδηκτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀδήκτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀδήκτοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄδηκτος, -ος, -ον (επίρρημα: ἀδήκτως)
- άδηκτος
- (κυρίως για ξύλο) που δεν τρώγεται (από σκουλήκια)
- (μεταφορικά) αβλαβής
- (με ενεργητική σημασία) που δεν δαγκώνει