Δείτε επίσης: άδηκτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄδηκτος τὸ ἄδηκτον οἱ, αἱ ἄδηκτοι τὰ ἄδηκτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀδήκτου τοῦ ἀδήκτου τῶν ἀδήκτων τῶν ἀδήκτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀδήκτῳ τῷ ἀδήκτῳ τοῖς, ταῖς ἀδήκτοις τοῖς ἀδήκτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄδηκτον τὸ ἄδηκτον τοὺς, τὰς ἀδήκτους τὰ ἄδηκτα
Κλητική ἄδηκτε ἄδηκτον ἄδηκτοι ἄδηκτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀδήκτω
Γενική-Δοτική ἀδήκτοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄδηκτος < ἀ- + δάκνω

  Επίθετο επεξεργασία

ἄδηκτος, -ος, -ον (επίρρημα: ἀδήκτως)

  1. άδηκτος
  2. (κυρίως για ξύλο) που δεν τρώγεται (από σκουλήκια)
  3. (μεταφορικά) αβλαβής
  4. (με ενεργητική σημασία) που δεν δαγκώνει