Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄβροτος < ἀ- (στερητικό) + βροτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄβροτος, -η/-ος, -ον

  1. αθάνατος, θεϊκός, ιερός
  2. ο χωρίς ανθρώπους, έρημος