ἀποκρισιάρης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποκρισιάρης, λέξη του 6ου αιώνα < ἀπόκρισι(ς) + -άριος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀποκρισιάρης αρσενικό
- απεσταλμένος
- πληρεξούσιος
- αγγελιοφόρος
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Σφραντζής, [Χρονικόν μικρόν] στο Grecu V., Georgios Sphrantzes, Memorii 1401-1477 [Scriptores Byzantini, 5], Βουκουρέστι 1966, 1-150, 763
- Ἄρχον ἀποκρισιάρη, νὰ σὲ εἴπωμεν καλὰ μαντάτα
- ≈ συνώνυμα: μαντατοφόρος
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Σφραντζής, [Χρονικόν μικρόν] στο Grecu V., Georgios Sphrantzes, Memorii 1401-1477 [Scriptores Byzantini, 5], Βουκουρέστι 1966, 1-150, 763
- προξενητής
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- ἀποκρισιάρη (κλητική ενικού)
- ἀποκρισιαρίους (αιτιατική πληθυντικού)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ἀπεκλισάρης, ἀποκλισάρης
- ἀποκρισιάρης
- ἀποκουρσάρης, ἀποκρουσάρης, ἀποκρουσάριος
- ἀποκρισάρης
- ἀποκρισάριος
- αὐτοκρισιάρης
- ὑποκρισάρης, ὑποκρισάριος
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ἀπόκρισις και ἀποκρίνομαι
Πηγές επεξεργασία
- ἀποκρισιάρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἀποκρισάριος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.54 Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.