Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκρισιάρης, λέξη του 6ου αιώνα < ἀπόκρισι(ς) + -άριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποκρισιάρης αρσενικό

  1. απεσταλμένος
     συνώνυμα: ἀμπασσαδόρος, ἀποστολάτορας
    1. πληρεξούσιος
    2. αγγελιοφόρος
      ※  15ος αιώνας Γεώργιος Σφραντζής, [Χρονικόν μικρόν] στο Grecu V., Georgios Sphrantzes, Memorii 1401-1477 [Scriptores Byzantini, 5], Βουκουρέστι 1966, 1-150, 763
      Ἄρχον ἀποκρισιάρη, νὰ σὲ εἴπωμεν καλὰ μαντάτα
       συνώνυμα: μαντατοφόρος
  2. προξενητής

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀπόκρισις και ἀποκρίνομαι