Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναίνομαι < ίσως από το αἶνος (αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν σύμφωνα με τους ειδικούς το πρώτο συνθετικό να είναι η πρόθεση ἀνά ή το στερητικό ἀν- και το δεύτερο συνθετικό να είναι η λέξη αἶνος)

ἀναίνομαι (αποθετικό)

  1. αρνούμαι, απορρίπτω, περιφρονώ
    • τῶν ἄλλων οὔτινα ἀναίνομαι : κανένα απο τα υπόλοιπα δεν απορρίπτω (Οδύσσεια, 8.212)


Δόκιμος μόνον ο ενεστώτας. Ολοι οι άλλοι τύποι θεωρούνται μεταγενέστεροι (και είναι οι εξής: ἠναινόμην και ἀναινόμην και ἀνηνόμην ο παρατατικός, ἠνηνάμην ο αόριστος με απαρέμφατο ἀνήνεσθαι)