Δείτε επίσης: αμιράς, Αμιράς, Ἀμιρᾶς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμιρᾶς ήδη από τον 7ο αιώνα κε < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμιρᾶς αρσενικό (σε χρήση και σήμερα ως ιδιωματικό)

  1. (στρατιωτικός βαθμός, αξίωμα) στρατηγός, (στρατιωτικός και πολιτικός) διοικητής
    ※  14ος αιώνας, Φλώριος και Πατζιαφλόρα, ανωνύμου, στίχ. 1311 (1311-1312)
    τότε ἤρεσεν τὸν ἀμιρᾶν τὸ κάλλος τῆς ὡραίας
    καὶ εἰς ἕνα πύργον ὑψηλὸν ἔβαλεν τὸ κοράσιον.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αθήνα 1955, σελ. 166
    ※  16ος αιώνας, Ιωάννης Πικατόρος Ρίμα θρηνητική Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην, στίχος 284 (283-286)
    • Κ᾿ ἐκ᾿ εἶδα ἀφέντες, ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ ρηγάδες
      καὶ βασιλῆδες φοβερούς καὶ ὄμορφους ἀμιράδες
      καὶ παλληκάρια καὶ παιδιά, κοράσια ἀναπλεμένα
      κ' εἶχαν εἰς τοὺς σφονδύλους τους σκουλήκια φωλεμένα.
      Κριαράς Εμμανουήλ, Η «Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Ακαδημία Αθηνών, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου Β' (1942), σελ. 28
    • κ' εἶδα ἀφένταις ἄρχοντες, στρατιώταις καὶ ῥηγάδες
      καὶ βασιλεῖδες φοβερούς κι ὄμορφους ἀμηράδες
      καὶ παλληκάρια καὶ παιδιά, κοράσι᾿ ἀναπλεμένα,
      κ᾿ εἶχον εἰς τοὺς σφονδύλους τους σκουλήκια φωλεμένα.
      Carmina Graeca medii aevi. Λειψία, Γερμανία: B. G. Teubner, εκδότης: Wilhelm Wagner, 1874, σελ. 232-233 @books.google.gr
  2. (ως προσφώνηση, χαϊδευτικά) άρχοντά μου, αφέντη μου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία