ἀμηχανέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀμηχανέω < ἀμήχανος
Ρήμα επεξεργασία
ἀμηχανέω και συνηρημένο ἀμηχανῶ
- στερούμαι (συνήθως με γενική)
- δεν ξέρω τι να κάνω σχετικά με κάτι, ταλαντεύομαι είμαι σε αμηχανία (συνήθως με απαρέμφατο ή εμπρόθετο π.χ. περί τινος ή με πλάγια ερώτηση)