Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμηχανέω < ἀμήχανος

ἀμηχανέω και συνηρημένο ἀμηχανῶ

  1. στερούμαι (συνήθως με γενική)
  2. δεν ξέρω τι να κάνω σχετικά με κάτι, ταλαντεύομαι είμαι σε αμηχανία (συνήθως με απαρέμφατο ή εμπρόθετο π.χ. περί τινος ή με πλάγια ερώτηση)

Συγγενικά

επεξεργασία