Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμαντιάζω < γαλλική amender (μεσαιωνικός τύπος: amander) + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμαντιάζω

  1. επανορθώνω
     συνώνυμα: ἀμαντίζω
  2. αποζημιώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία