ἀλαφρίτης
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀλαφρίτης < ἐλαφρίτης < ἐλαφρός + -ίτης < αρχαία ελληνική ἐλαφρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλαφρίτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
«ἀλαφρίτης» (δημοτική) πεζός στρατιώτης