Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλαφρίτης < ἐλαφρ(ός) + -ίτης < αρχαία ελληνική ἐλαφρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐλαφρίτης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία