Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκρατέω < λείπει η ετυμολογία

ἀκρατέω / ἀκρατῶ

  1. είμαι ανίσχυρος, αδύναμος, εξασθενημένος
  2. είμαι αχαλίνωτος, ασυγκράτητος

Συγγενικά

επεξεργασία