ἀκρατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκρατέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀκρατέω / ἀκρατῶ
- είμαι ανίσχυρος, αδύναμος, εξασθενημένος
- είμαι αχαλίνωτος, ασυγκράτητος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀκρατής
Πηγές
επεξεργασία- ἀκρατέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.