Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκουμμέρκευτος < ἀ- + κουμμερκεύω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκουμμέρκευτος

  • που είναι απαλλαγμένος από δασμούς
    ※  14ος αιώνας, ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις 86+87
    • έκδ.2015, σελ.86, κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis)
      νὰ εἶναι ἀκουμέρκευτοι ʼς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
    • έκδ.2015, σελ.87, Παρισινός κώδικας (Parisinus)
      νὰ εἶναι ἀκουμέρκευτοι ʼς ὅλην τὴν Ρουμανίαν,

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἀκουμέρκευτοι (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού αρσενικού γένους)

Δείτε επίσης

επεξεργασία