Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαθολογῶ < *ἀγαθολόγος < αρχαία ελληνική ἀγαθός ἀγαθο- + -λόγ(ος) > -έω [1]

ἀγαθολογῶ

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.