ἀγαθολογῶ
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀγαθολογῶ
- συνηρημένη μορφή του ἀγαθολογέω μιλώ με καλά λόγια χρησιμοποιώντας όμορφες λέξεις
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- ἀγαθολογεῖν (απαρέμφατο, συνηρημένο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- ἀγαθολογέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἀγαθολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.