بالقان
Ετυμολογία
επεξεργασίαبالقان < παλαιά τουρκική balık (λάσπη) + παλαιά τουρκική an
Ουσιαστικό
επεξεργασία- μεγάλο βουνό καλυμμένο με δάση
Απόγονοι
επεξεργασίαبالقان (οθωμανικά τουρκικά)
Πηγές
επεξεργασία- Χλωρός, Ιωάννης (1899). Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, Τόμος Α. Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο.
- σελ. 335 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
- Λήμμα balkan στην ηλεκτρονική έκδοση του Misalli Büyük Türkçe Sözlük