рисовать
Ρωσικά (ru)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- рисовать < (άμεσο δάνειο) πολωνική rysować
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /rʲɪsɐˈvatʲ/
- ⓘ
Ρήμα
επεξεργασίαрисовать (ru)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαμη συνοπτική όψη1 | ||
---|---|---|
απαρέμφατο | рисова́ть | |
ζεύγη ρημάτων | απλό | αυτοπαθές |
μη συνοπτικό | рисова́ть | рисова́ться |
συνοπτικό | нарисова́ть | |
μέλλοντας | ενικός | πληθυντικός |
α' πρόσ. | бу́ду рисова́ть | бу́дем рисова́ть |
β' πρόσ. | бу́дешь рисова́ть | бу́дете рисова́ть |
γ' πρόσ. | бу́дет рисова́ть | бу́дут рисова́ть |
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
α' πρόσ. | рису́ю | рису́ем |
β' πρόσ. | рису́ешь | рису́ете |
γ' πρόσ. | рису́ет | рису́ют |
προστακτική | рису́й | рису́йте |
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής | рису́ющий | |
μετοχή ενεστώτα παθητικής | рису́емый | |
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα | рису́я | |
παρελθόντας | ενικός | πληθυντικός |
αρσενικό | рисова́л | рисова́ли |
θηλυκό | рисова́ла | |
ουδέτερο | рисова́ло | |
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής | рисова́вший | |
μετοχή παρελθόντα παθητικής | рисо́ванный | |
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα | рисова́в, рисова́вши | |
παράγωγα ουσιαστικά | рисова́ние |
1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"