Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από την πολωνική λέξη rysunek, που προέρχεται από το rysować

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

рисунок (ru) αρσενικό

  1. το σχέδιο
  2. το υπόδειγμα

Συγγενικά επεξεργασία