Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /ˈvʲerʲɪtʲ/

верить (ru)

  1. πιστεύω, εμπιστεύομαι (συντάσσεται με δοτική)
    Я тебе не верю.
    Ja tebé ne vérju.
    Δεν σε πιστεύω./Δεν σε εμπιστεύομαι
  2. πιστεύω σε, έχω πίστη (συντάσσεται με αιτιατική)
    Ты веришь в бога?
    Ty vérish' v bóga?
    Πιστεύεις στον Θεό;

Συγγενικά

επεξεργασία