Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Станимир < παλιότερη μορφή Станимер (Stanímer), με αντικατάσταση της παλιάς λέξης мер (m e r, δόξα, μεγαλοπρέπεια) [< παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα мЪръ < πρωτοσλαβική γλώσσα *mirъ (κόσμος, ειρήνη)] από τη мир (mir, ειρήνη, γαλήνη). Κυριολεκτικά: αυτός που φέρνει, εδραιώνει την ειρήνη.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Станимир (bg) (Stanimír) αρσενικό (θηλυκό Станимира)

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

νέα ελληνικά:

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία