Влахов
Βουλγαρικά (bg)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Влахов < από παρωνύμιο, Влах(а) (Vláha)[1] [αυτός που πήγε να ζήσει στη Ρουμανία (στη Βλαχία)] + -ов (-ov, -οφ)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαВлахов (bg) (Vláhov) αρσενικό (θηλυκό Влахова)
Συγγενικά
επεξεργασία- Влаховски (Vláhovski)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σ. 114α.
Ετυμολογία
επεξεργασία- Влахов < βουλγαρική Влахов • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;