Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βλάχοφ < μεταγραφή για τη βουλγαρική Влахов (Vláhov) ή τη σλαβομακεδονική Влахов (Vláhov)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvla.xof/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βλά‐χοφ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Βλάχοφ αρσενικό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία