Аладжов
Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Аладжов < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική آلاجه (alaca), στα τουρκικά alaca (φακίδα, αλλά και πολύχρωμο ύφασμα), ή παραλλαγή του επωνύμου Халаджов (Haladžóv) [< τουρκική hallaç (λαναράς)][1]
Προφορά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Аладжов (bg) (Aladžóv) αρσενικό (θηλυκό Аладжова)
Συγγενικά επεξεργασία
- Аладжа (βουλγαρικό μοναστήρι)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σσ. 45, 517.