ψυχαναγκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψυχαναγκάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψυχαναγκασμός, ψυχή και ανάγκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχαναγκάζω | ψυχανάγκαζα | θα ψυχαναγκάζω | να ψυχαναγκάζω | ψυχαναγκάζοντας | |
β' ενικ. | ψυχαναγκάζεις | ψυχανάγκαζες | θα ψυχαναγκάζεις | να ψυχαναγκάζεις | ψυχανάγκαζε | |
γ' ενικ. | ψυχαναγκάζει | ψυχανάγκαζε | θα ψυχαναγκάζει | να ψυχαναγκάζει | ||
α' πληθ. | ψυχαναγκάζουμε | ψυχαναγκάζαμε | θα ψυχαναγκάζουμε | να ψυχαναγκάζουμε | ||
β' πληθ. | ψυχαναγκάζετε | ψυχαναγκάζατε | θα ψυχαναγκάζετε | να ψυχαναγκάζετε | ψυχαναγκάζετε | |
γ' πληθ. | ψυχαναγκάζουν(ε) | ψυχανάγκαζαν ψυχαναγκάζαν(ε) |
θα ψυχαναγκάζουν(ε) | να ψυχαναγκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχανάγκασα | θα ψυχαναγκάσω | να ψυχαναγκάσω | ψυχαναγκάσει | ||
β' ενικ. | ψυχανάγκασες | θα ψυχαναγκάσεις | να ψυχαναγκάσεις | ψυχανάγκασε | ||
γ' ενικ. | ψυχανάγκασε | θα ψυχαναγκάσει | να ψυχαναγκάσει | |||
α' πληθ. | ψυχαναγκάσαμε | θα ψυχαναγκάσουμε | να ψυχαναγκάσουμε | |||
β' πληθ. | ψυχαναγκάσατε | θα ψυχαναγκάσετε | να ψυχαναγκάσετε | ψυχαναγκάστε | ||
γ' πληθ. | ψυχανάγκασαν ψυχαναγκάσαν(ε) |
θα ψυχαναγκάσουν(ε) | να ψυχαναγκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυχαναγκάσει | είχα ψυχαναγκάσει | θα έχω ψυχαναγκάσει | να έχω ψυχαναγκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυχαναγκάσει | είχες ψυχαναγκάσει | θα έχεις ψυχαναγκάσει | να έχεις ψυχαναγκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχαναγκάσει | είχε ψυχαναγκάσει | θα έχει ψυχαναγκάσει | να έχει ψυχαναγκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχαναγκάσει | είχαμε ψυχαναγκάσει | θα έχουμε ψυχαναγκάσει | να έχουμε ψυχαναγκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχαναγκάσει | είχατε ψυχαναγκάσει | θα έχετε ψυχαναγκάσει | να έχετε ψυχαναγκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχαναγκάσει | είχαν ψυχαναγκάσει | θα έχουν ψυχαναγκάσει | να έχουν ψυχαναγκάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχαναγκάζω
|