Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευτοπερνάω < ψευτο- + περνάω

ψευτοπερνάω, -άς.../(ψευτοπερνώ), πρτ.: ψευτοπερνούσα/ψευτοπέρναγα, αόρ.: ψευτοπέρασα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «ψευτοπερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)