ψευτοπερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψευτοπερνάω, -άς.../(ψευτοπερνώ), πρτ.: ψευτοπερνούσα/ψευτοπέρναγα, αόρ.: ψευτοπέρασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) ζω, περνάω στα ψέματα (με μεγάλη δυσκολία) με πολύ λίγα χρήματα, μόλις καλύπτοντας τις βασικές μου ανάγκες
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψευτοπερνάω - ψευτοπερνώ | ψευτοπερνούσα | θα ψευτοπερνάω - ψευτοπερνώ | να ψευτοπερνάω - ψευτοπερνώ | ψευτοπερνώντας | |
β' ενικ. | ψευτοπερνάς | ψευτοπερνούσες | θα ψευτοπερνάς | να ψευτοπερνάς | ψευτοπέρνα - ψευτοπέρναγε | |
γ' ενικ. | ψευτοπερνάει - ψευτοπερνά | ψευτοπερνούσε | θα ψευτοπερνάει - ψευτοπερνά | να ψευτοπερνάει - ψευτοπερνά | ||
α' πληθ. | ψευτοπερνάμε - ψευτοπερνούμε | ψευτοπερνούσαμε | θα ψευτοπερνάμε - ψευτοπερνούμε | να ψευτοπερνάμε - ψευτοπερνούμε | ||
β' πληθ. | ψευτοπερνάτε | ψευτοπερνούσατε | θα ψευτοπερνάτε | να ψευτοπερνάτε | ψευτοπερνάτε | |
γ' πληθ. | ψευτοπερνάν(ε) - ψευτοπερνούν(ε) | ψευτοπερνούσαν(ε) | θα ψευτοπερνάν(ε) - ψευτοπερνούν(ε) | να ψευτοπερνάν(ε) - ψευτοπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψευτοπέρασα | θα ψευτοπεράσω | να ψευτοπεράσω | ψευτοπεράσει | ||
β' ενικ. | ψευτοπέρασες | θα ψευτοπεράσεις | να ψευτοπεράσεις | ψευτοπέρνα - ψευτοπέρασε | ||
γ' ενικ. | ψευτοπέρασε | θα ψευτοπεράσει | να ψευτοπεράσει | |||
α' πληθ. | ψευτοπεράσαμε | θα ψευτοπεράσουμε | να ψευτοπεράσουμε | |||
β' πληθ. | ψευτοπεράσατε | θα ψευτοπεράσετε | να ψευτοπεράσετε | ψευτοπεράστε | ||
γ' πληθ. | ψευτοπέρασαν ψευτοπεράσαν(ε) |
θα ψευτοπεράσουν(ε) | να ψευτοπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψευτοπεράσει | είχα ψευτοπεράσει | θα έχω ψευτοπεράσει | να έχω ψευτοπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψευτοπεράσει | είχες ψευτοπεράσει | θα έχεις ψευτοπεράσει | να έχεις ψευτοπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψευτοπεράσει | είχε ψευτοπεράσει | θα έχει ψευτοπεράσει | να έχει ψευτοπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψευτοπεράσει | είχαμε ψευτοπεράσει | θα έχουμε ψευτοπεράσει | να έχουμε ψευτοπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψευτοπεράσει | είχατε ψευτοπεράσει | θα έχετε ψευτοπεράσει | να έχετε ψευτοπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψευτοπεράσει | είχαν ψευτοπεράσει | θα έχουν ψευτοπεράσει | να έχουν ψευτοπεράσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευτοπερνάω
|
Πηγές
επεξεργασία- «ψευτοπερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)