- ψευτοζώ < ψευτο- + ζω
ψευτοζώ, πρτ.: ψευτοζούσα, αόρ.: ψευτόζησα/ψευτοέζησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) ζω φτωχικά, με πολύ λίγα μέσα ή πόρους
- ※ Ένα καλοκαίρι δα περιμένουμε κι εμείς να βγάλουμε κάνα παρά για να ψευτοζήσουμε το χειμώνα. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
ψευτοζήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
ψευτοζώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
ψευτοζώ
|
ψευτοζείς
|
ψευτοζεί
|
ψευτοζούμε
|
ψευτοζείτε
|
ψευτοζούν
|
παρατατικός
|
ψευτοζούσα
|
ψευτοζούσες
|
ψευτοζούσε
|
ψευτοζούσαμε
|
ψευτοζούσατε
|
ψευτοζούσαν
|
αόριστος
|
ψευτοέζησα
|
ψευτοέζησες
|
ψευτοέζησε
|
ψευτοζήσαμε
|
ψευτοζήσατε
|
ψευτοέζησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα ψευτοζώ
|
θα ψευτοζείς
|
θα ψευτοζεί
|
θα ψευτοζούμε
|
θα ψευτοζείτε
|
θα ψευτοζούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα ψευτοζήσω
|
θα ψευτοζήσεις
|
θα ψευτοζήσει
|
θα ψευτοζήσουμε
|
θα ψευτοζήσετε
|
θα ψευτοζήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω ψευτοζήσει
|
έχεις ψευτοζήσει
|
έχει ψευτοζήσει
|
έχουμε ψευτοζήσει
|
έχετε ψευτοζήσει
|
έχουν ψευτοζήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα ψευτοζήσει
|
είχες ψευτοζήσει
|
είχε ψευτοζήσει
|
είχαμε ψευτοζήσει
|
είχατε ψευτοζήσει
|
είχαν ψευτοζήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω ψευτοζήσει
|
θα έχεις ψευτοζήσει
|
θα έχει ψευτοζήσει
|
θα έχουμε ψευτοζήσει
|
θα έχετε ψευτοζήσει
|
θα έχουν ψευτοζήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να ψευτοζώ
|
να ψευτοζείς
|
να ψευτοζεί
|
να ψευτοζούμε
|
να ψευτοζείτε
|
να ψευτοζούν
|
αόριστος
|
να ψευτοζήσω
|
να ψευτοζήσεις
|
να ψευτοζήσει
|
να ψευτοζήσουμε
|
να ψευτοζήσετε
|
να ψευτοζήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω ψευτοζήσει
|
να έχεις ψευτοζήσει
|
να έχει ψευτοζήσει
|
να έχουμε ψευτοζήσει
|
να έχετε ψευτοζήσει
|
να έχουν ψευτοζήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
ψευτόζει
|
|
|
ψευτοζείτε
|
|
αόριστος
|
|
ψευτοζησε
|
|
|
ψευτοζήστε
|
|
|