Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευτοζώ < ψευτο- + ζω

ψευτοζώ, πρτ.: ψευτοζούσα, αόρ.: ψευτόζησα/ψευτοέζησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λαϊκότροπο) ζω φτωχικά, με πολύ λίγα μέσα ή πόρους
    ※  Ένα καλοκαίρι δα περιμένουμε κι εμείς να βγάλουμε κάνα παρά για να ψευτοζήσουμε το χειμώνα. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία