χῆτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχῆτος αρσενικό
- ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις, χήτει οἰκείων, κοσμούμενον (Πλάτ.)
- στολισμένος με χρώματα και στολίδια ξένα, μια που δεν είχε κανένα δικό του
- χήτεϊ συμμάχων (Ηρόδοτος)
- στερημένος συμμάχων, μόνος, ανάδελφος, χρειαζούμενος συμμάχους
- ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις, χήτει οἰκείων, κοσμούμενον (Πλάτ.)