Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόλιξ-ικος αρχικά θηλυκό και μετά αρσενικό

  1. το έντερο, τα εντόσθια, συνήθως στον πληθυντικό (χόλικες), ταυτόσημο με τις χολάδες, αλλά ίσως αφορούσε στα έντερα του βοδιού και όχι στα ανθρώπινα
    τὸν λάρυγγ᾽ ἂν ἐκτέμοιμί σου δρέπανον λαβοῦσ᾽, ᾧ τὰς χόλικας κατέσπασας.
    χόλικες βοός
    χόλικες ἑφθαί (βραστά εντόσθια)
  2. ο μάλλινος μανδύας με ειδικη επεξεργασία, ίσως το νήμα που περνούσαν μέσα από το μαλλί κατά την ύφανση
    ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ;