χολάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χολάς < με θέμα χολ ομόρριζο του χόλιξ (ίσως της χλόης και της χολής και του χλωρός κατά τον Αρεταίο, αλλά οι περισσότεροι διαφωνούν)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχολάς-άδος θηλυκό
- ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῦ τυφλοῦ, χολάδες ἐπίκλην: ἀπὸ δὲ τουτέων τὰ κάτω παχέα καὶ σαρκώδεα μέσφι τῆς ἀρχῆς τοῦ εὐθέος ἐντέρου. (Αρεταίος, περί Δυσεντερίης)