χρυσοπλουμίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.so.pluˈmi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐πλου‐μί‐ζο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
χρυσοπλουμίζομαι, π.αόρ.: χρυσοπλουμίστηκα, μτχ.π.π.: χρυσοπλουμισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος χρυσοπλουμίζω