Ετυμολογία

επεξεργασία

χρίμπτω < μορφή του χρίω

χρίμπτω

  1. αγγίζω, ψαχουλεύω
  2. προκαλώ μικρά τραύματα
  3. φέρνω κοντά
  4. έρχομαι, πλησιάζω, κατευθύνομαι προς