χορηγηθέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαχορηγηθέν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χορηγηθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαχορηγηθέν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χορηγηθείς