χειραπτάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασίαχειραπτάζω θηλυκό
- αγγίζω με τα χέρια μου
- ...οὐδὲ ψαῦσαι ἔξεστι αὐτοῦ ἄλλον οὐδένα οὔτε τῶν προσηκόντων οὔτε τῶν φίλων, ἀλλά μιν αἱ ἱρέες αὐτοὶ τοῦ Νείλου ἅτε πλέον τι ἢ ἀνθρώπου νεκρὸν χειραπτάζοντες θάπτουσι. (δεν κάνει να τον αγγίξουν ούτε οι συγγενείς ούτε οι φίλοι, αλλά το σώμα του θεωρείται κάτι περισσότερο από ανθρώπινο και το αγγίζουν και το θάβουν οι ιερείς του Νείλου οι ίδιοι)
Συγγενικά
επεξεργασία