χαζογελάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.zo.ʝeˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζο‐γε‐λά‐ω
- παρώνυμο: χαμογελάω
Ρήμα
επεξεργασίαχαζογελάω/(χαζογελώ), πρτ.: χαζογελούσα/χαζογέλαγα, αόρ.: χαζογελούσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (οικείο) γελάω χωρίς λόγο, σαν χαζός
- ⮡ με άκουγε και χαζογελούσε, δήθεν ότι δεν καταλάβαινε πόσο σοβαρό ήταν το παράπτωμά του
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις χαζός και γελάω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαζογελάω - χαζογελώ | χαζογελούσα - χαζογέλαγα | θα χαζογελάω - χαζογελώ | να χαζογελάω - χαζογελώ | χαζογελώντας | |
β' ενικ. | χαζογελάς | χαζογελούσες - χαζογέλαγες | θα χαζογελάς | να χαζογελάς | χαζογέλα - χαζογέλαγε | |
γ' ενικ. | χαζογελάει - χαζογελά | χαζογελούσε - χαζογέλαγε | θα χαζογελάει - χαζογελά | να χαζογελάει - χαζογελά | ||
α' πληθ. | χαζογελάμε - χαζογελούμε | χαζογελούσαμε - χαζογελάγαμε | θα χαζογελάμε - χαζογελούμε | να χαζογελάμε - χαζογελούμε | ||
β' πληθ. | χαζογελάτε | χαζογελούσατε - χαζογελάγατε | θα χαζογελάτε | να χαζογελάτε | χαζογελάτε | |
γ' πληθ. | χαζογελάν(ε) - χαζογελούν(ε) | χαζογελούσαν(ε) - χαζογέλαγαν - χαζογελάγανε | θα χαζογελάν(ε) - χαζογελούν(ε) | να χαζογελάν(ε) - χαζογελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαζογέλασα | θα χαζογελάσω | να χαζογελάσω | χαζογελάσει | ||
β' ενικ. | χαζογέλασες | θα χαζογελάσεις | να χαζογελάσεις | χαζογέλα - χαζογέλασε | ||
γ' ενικ. | χαζογέλασε | θα χαζογελάσει | να χαζογελάσει | |||
α' πληθ. | χαζογελάσαμε | θα χαζογελάσουμε | να χαζογελάσουμε | |||
β' πληθ. | χαζογελάσατε | θα χαζογελάσετε | να χαζογελάσετε | χαζογελάστε | ||
γ' πληθ. | χαζογέλασαν χαζογελάσαν(ε) |
θα χαζογελάσουν(ε) | να χαζογελάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαζογελάσει | είχα χαζογελάσει | θα έχω χαζογελάσει | να έχω χαζογελάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαζογελάσει | είχες χαζογελάσει | θα έχεις χαζογελάσει | να έχεις χαζογελάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαζογελάσει | είχε χαζογελάσει | θα έχει χαζογελάσει | να έχει χαζογελάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαζογελάσει | είχαμε χαζογελάσει | θα έχουμε χαζογελάσει | να έχουμε χαζογελάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαζογελάσει | είχατε χαζογελάσει | θα έχετε χαζογελάσει | να έχετε χαζογελάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαζογελάσει | είχαν χαζογελάσει | θα έχουν χαζογελάσει | να έχουν χαζογελάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαζογελάω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαζογελώ, χαζογελάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας